- νερόπλυμα
- το, -ατος1. το νερό από το πλύσιμο μαγειρικών σκευών και πιάτων.2. ρόφημα άνοστο, αηδιαστικό, αλλ. νερομπούλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νερόπλυμα — το [νεροπλύνω] 1. το νερό που προέρχεται από το πλύσιμο τών μαγειρικών σκευών και τών πιάτων 2. έδεσμα ή ρόφημα άνοστο, νερομπούλι 3. άνθρωπος χωρίς ομορφιά και χάρη … Dictionary of Greek
νερομπούλι — το ρόφημα ή φαγητό ανούσιο, άνοστο, επειδή περιέχει μεγάλη ποσότητα νερού, νερόπλυμα … Dictionary of Greek
ξέπλυμα — το [ξεπλύνω] 1. διαβροχή με νερό για καθαρισμό από σαπούνι, ξέβγαλμα 2. πλύσιμο με νερό, χωρίς σαπούνι 3. άγευστο, ανούσιο φαγητό, νερόπλυμα 4. το νερό που μένει μετά το ξέβγαλμα, απόπλυμα 5. μτφ. για πρόσ. άτομο χωρίς ζωηρότητα, ιδίως στην… … Dictionary of Greek